- γαρνιτούρα
- η(λ. γαλλ.), αυτό που προσθέτουμε για διακόσμηση ή συμπλήρωμα: Φάγαμε ψάρι με γαρνιτούρα βραστά λαχανικά.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
γαρνιτούρα — η κάθε τι το πρόσθετο που χρησιμοποιείται για στολισμό. [ΕΤΥΜΟΛ. Ξεν. λ. < ιταλ. guarnitura (πρβλ. γαλλ. garniture)] … Dictionary of Greek
αγαρνίριστος — η, ο [γαρνίρω] 1. ο χωρίς γαρνιτούρα, αστόλιστος, αδιακόσμητος 2. (για φαγητά) αυτά που σερβίρονται σκέτα, χωρίς γαρνίρισμα … Dictionary of Greek
ακροπρεπίδι — το συνήθ. στον πληθ. τα ακροπρεπίδια γαρνιτούρα που προσαρτάται στις άκρες γυναικείων φορεμάτων, όπως ο «φραμπαλάς», τα «βολάν» κ.λπ. [ΕΤΥΜΟΛ. < ακρο (Ι) + πρεπίδι] … Dictionary of Greek
λωμάτιον — λωμάτιον, τὸ (Α) [λώμα] (υποκορ. τού λώμα) λεπτό σειρήτι, λεπτή γαρνιτούρα τής άκρης τού φορέματος … Dictionary of Greek
παρυφή — η ΝΜΑ και λακων. τ. παρουφά, Α λουρίδα, ταινία, γαρνιτούρα διαφορετικού χρώματος ή με διαφορετικά σχέδια στα άκρα υφάσματος ή ενδύματος, η ούγια («αἱ ἐν τοῑς χιτῶσι πορφυραῑ ῥάβδοι παρυφαὶι καλοῡνται», Αθήν.) νεοελλ. το άκρο, το όριο (α. «παρυφή… … Dictionary of Greek
χάμπουργκερ — το, Ν άκλ. 1. το κιμαδοποιημένο βοδινό κρέας 2. πίτα από το παραπάνω κρέας 3. σάντουιτς με αυτήν την πίτα και με ποικίλη γαρνιτούρα 4. είδος βραστού λουκάνικου. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. hamburger (steak) < γερμ. Hamburger < Hamburg «Αμβούργο»] … Dictionary of Greek
Γαλλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γαλλίας Έκταση: 547.030 τ.χλμ Πληθυσμός: 58.518.148 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα: Παρίσι (2.125.246 κάτ. το 2000)Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει στα ΝΑ με την Ισπανία και την Ανδόρα, στα Β με το Βέλγιο και το… … Dictionary of Greek
Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… … Dictionary of Greek
αγαρνίριστος — η, ο 1. αυτός που δεν είναι γαρνιρισμένος με κάποια γαρνιτούρα: Το φουστάνι (ή το φαγητό) ήταν αγαρνίριστο. 2. μτφ., αστόλιστος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
γαρνίρισμα — το 1. διακόσμηση, στόλισμα: Μου πήρε πολλή ώρα το γαρνίρισμα της τούρτας. 2. η γαρνιτούρα: Η δίαιτα που κάνω συνιστά κοτόπουλο χωρίς γαρνίρισμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)